Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καὶ ἐμποδίζω

См. также в других словарях:

  • εμποδίζω — και μποδίζω και μποδάω (AM ἐμποδίζω, Μ και ἀμποδίζω και μποδίζω) παρεμβάλλω εμπόδιο, γίνομαι ο ίδιος εμπόδιο, εναντιώνομαι σε κάτι, απαγορεύω, δυσχεραίνω, παρακωλύω («και σοφαὶ γνῶμαι... ἐμποδίζονται θαμά», Σοφ.) νεοελλ. (μτχ. παθ. παρακμ.)… …   Dictionary of Greek

  • κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… …   Dictionary of Greek

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • βαστάζω — και βαστώ ( άω) και βασταίνω και βαστάνω (AM βαστάζω, Μ και βαστῶ και βασταίνω και βαστάνω) 1. κρατώ κάτι με το χέρι 2. μεταφέρω 3. υπομένω, υποφέρω μσν. νεοελλ. 1. (για έγκυο γυναίκα) κυοφορώ 2. φορώ 3. κατέχω («βαστάει τα κλειδιά») 4. τηρώ… …   Dictionary of Greek

  • βλάπτω — και βλάφτω και βλάβω (AM βλάπτω, Μ και βλάβω) μέσ. βλάπτομαι και φτομαι και βομαι (AM βλάπτομαι, Α και βλάβομαι) προκαλώ βλάβη, κάνω κακό σε κάποιον ή κάτι μσν. νεοελλ. καταστρέφω νεοελλ. Ι. 1. σκοτώνω 2. ενοχλώ, πειράζω II. βλάπτομαι 1.… …   Dictionary of Greek

  • μπερδεύω — και μπερδένω και μπερδεύνω (Μ μπερδεύω και μπερδένω και μπερδεύνω και μπερδεύγω) 1. μπλέκω, περιπλέκω («μπέρδεψα το κουβάρι») 2. εμπλέκω κάποιον σε επιζήμια επιχείρηση, παρασύρω κάποιον σε κάτι κακό («τόν μπέρδεψαν σε βρομοδουλιές») 3. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • αλικοντίζω — και αλικουντίζω 1. εμποδίζω, αναχαιτίζω, καθυστερώ 2. πείθω ή υποχρεώνω κάποιον να αναβάλει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. alikomak «σταματώ, κατακρατώ, εμποδίζω». ΠΑΡ. νεοελλ. αλικόντι, αλικόντιση, αλικόντισμα] …   Dictionary of Greek

  • προεέργω — και άχρ. τ. προείργω Α (επικ. τ.) εμποδίζω ή σταματώ κάποιον στεκόμενος μπροστά του («πάντως δὲ προέεργε θοὰς ἐπὶ νῆας ὁδεύειν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐέργω, άλλος τ. τού ἔργω «εμποδίζω, αποτρέπω»] …   Dictionary of Greek

  • καθειργνύω — και καθείργω (AM καθείργυμι, Α και καθείργω) κλείνω μέσα, περιορίζω σε κάποιο χώρο, φυλακίζω («τὸν πατέρα... ἔνδον καθείρξας», Αριστοφ.) αρχ. 1. (σπαν. και για πράγματα) φυλάγω κάτι κλεισμένο («καθεῑρξαι χρυσὸν ἐν δόμοις») 2. μτφ. περιορίζω («τὴν …   Dictionary of Greek

  • παραμαζεύω — και παραμαζώνω 1. (σχετικά με πράγματα) μαζεύω κάτι περισσότερο από όσο πρέπει να συμπτύσσω 2. συλλέγω σκόρπια αντικείμενα, συγκεντρώνω («παραμαζεύει τα φύλλα που τού σκόρπισε ο αέρας») 3. αποκτώ πολλά χρήματα, πλουτίζω 4. εμποδίζω κάτι να… …   Dictionary of Greek

  • συνέργω — και επικ. τ. συνεέργω και αττ. τ. συνείργνυμι και αχρ. τ. συνείργω Α 1. περικλείω, συγκλείω («ὅσον συνεέργαθον ἄκραι», Ομ. Ιλ.) 2. περιστέλλω, περιορίζω («συνέργει τὸ πλῆθος τῆς σαρκός») 3. συνάπτω, συνδέω 4. ζώνω («ζωστῆρι... συνέεργε χιτῶνα»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»