-
1 ἴσχω
ἴσχω, verstärkte Form von ἔχω, nur praes. u. impf., halten, anhalten, zurückhalten, hemmen, Hom. u. Folgende; τινά τινος, Il. 5, 90; vgl. Eur. Hel. 1656; οὐδ' ἄρ' ἔτι Ζεὺς ἴσχεν ἑὸν μένος Hes. Th. 687; ἴσχειν δ' οὐκέτι πηγὰς δύναμαι δακρύων Soph. Ant. 796; φϑόνον, αἰετοῦ ῥόμβον, Pind. P. 9, 29 I. 3, 65; ἴσχε στόμα Eur. Herc. Fur. 1244; μηδὲν ἡμᾶς ἰσχέτω Ar. Vesp. 1264; ἴσχω τινὰ μή – Her. 1, 158; καὶ ἐμποδίζω Plat. Crat. 416 b; ὅ, τι τὸ ἴσχον εἴη, was das Hinderniß sei, Xen. An. 6, 3, 13; festhalten, halten, λαβὼν ἴσχε Soph. Ai. 574; ἐπιστήμην, im Ggstz von ἀφιέναι, Plat.; – παῖδας, Kinder haben, bekommen, Her. 5, 41; ἐν γαστρὶ ἴσχειν, schwanger sein, Hippocr.; – das Schiff wohin halten, anlanden, Ap. Rh. 2, 389; Thuc. 7, 35. 2, 91. In den andern Bdtgn von ἔχω ist es selten gebraucht (s. ἔχω), z. B. εὖ ἴσχων τὸ σῶμα Plat. Rep. III, 411 c; πράγματα χαλεπώτερον ἴσχοντα Thuc. 7, 50. – Med. an sich halten, ἴσχεσϑ' Ἀργεῖοι, μὴ φεύγετε Od. 24, 54, vgl. Il. 2, 247; ἴσχεσϑε πτολέμου, lasset ab vom Kampf, Od. 24, 531. So auch act., sc. ἑαυτόν, ἴσχε Aesch. Ch. 1048, halte dich, bleibe; χειμῶνος ἴσχουσιν οἱ ποταμοὶ ὀλίγοι τε γίγνονται Arr. An. 5, 9, 8. – Pol. 5, 26, 13 τάλαντον ἴσχειν, halten, werth sein; – ἴσχετο ἐν τούτῳ, dabei blieb es, es blieb beim Alten, der Vertrag kam nicht zu Stande, Xen. An. 6, 1, 9.
См. также в других словарях:
εμποδίζω — και μποδίζω και μποδάω (AM ἐμποδίζω, Μ και ἀμποδίζω και μποδίζω) παρεμβάλλω εμπόδιο, γίνομαι ο ίδιος εμπόδιο, εναντιώνομαι σε κάτι, απαγορεύω, δυσχεραίνω, παρακωλύω («και σοφαὶ γνῶμαι... ἐμποδίζονται θαμά», Σοφ.) νεοελλ. (μτχ. παθ. παρακμ.)… … Dictionary of Greek
κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… … Dictionary of Greek
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
βαστάζω — και βαστώ ( άω) και βασταίνω και βαστάνω (AM βαστάζω, Μ και βαστῶ και βασταίνω και βαστάνω) 1. κρατώ κάτι με το χέρι 2. μεταφέρω 3. υπομένω, υποφέρω μσν. νεοελλ. 1. (για έγκυο γυναίκα) κυοφορώ 2. φορώ 3. κατέχω («βαστάει τα κλειδιά») 4. τηρώ… … Dictionary of Greek
βλάπτω — και βλάφτω και βλάβω (AM βλάπτω, Μ και βλάβω) μέσ. βλάπτομαι και φτομαι και βομαι (AM βλάπτομαι, Α και βλάβομαι) προκαλώ βλάβη, κάνω κακό σε κάποιον ή κάτι μσν. νεοελλ. καταστρέφω νεοελλ. Ι. 1. σκοτώνω 2. ενοχλώ, πειράζω II. βλάπτομαι 1.… … Dictionary of Greek
μπερδεύω — και μπερδένω και μπερδεύνω (Μ μπερδεύω και μπερδένω και μπερδεύνω και μπερδεύγω) 1. μπλέκω, περιπλέκω («μπέρδεψα το κουβάρι») 2. εμπλέκω κάποιον σε επιζήμια επιχείρηση, παρασύρω κάποιον σε κάτι κακό («τόν μπέρδεψαν σε βρομοδουλιές») 3. μτφ.… … Dictionary of Greek
αλικοντίζω — και αλικουντίζω 1. εμποδίζω, αναχαιτίζω, καθυστερώ 2. πείθω ή υποχρεώνω κάποιον να αναβάλει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. alikomak «σταματώ, κατακρατώ, εμποδίζω». ΠΑΡ. νεοελλ. αλικόντι, αλικόντιση, αλικόντισμα] … Dictionary of Greek
προεέργω — και άχρ. τ. προείργω Α (επικ. τ.) εμποδίζω ή σταματώ κάποιον στεκόμενος μπροστά του («πάντως δὲ προέεργε θοὰς ἐπὶ νῆας ὁδεύειν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐέργω, άλλος τ. τού ἔργω «εμποδίζω, αποτρέπω»] … Dictionary of Greek
καθειργνύω — και καθείργω (AM καθείργυμι, Α και καθείργω) κλείνω μέσα, περιορίζω σε κάποιο χώρο, φυλακίζω («τὸν πατέρα... ἔνδον καθείρξας», Αριστοφ.) αρχ. 1. (σπαν. και για πράγματα) φυλάγω κάτι κλεισμένο («καθεῑρξαι χρυσὸν ἐν δόμοις») 2. μτφ. περιορίζω («τὴν … Dictionary of Greek
παραμαζεύω — και παραμαζώνω 1. (σχετικά με πράγματα) μαζεύω κάτι περισσότερο από όσο πρέπει να συμπτύσσω 2. συλλέγω σκόρπια αντικείμενα, συγκεντρώνω («παραμαζεύει τα φύλλα που τού σκόρπισε ο αέρας») 3. αποκτώ πολλά χρήματα, πλουτίζω 4. εμποδίζω κάτι να… … Dictionary of Greek
συνέργω — και επικ. τ. συνεέργω και αττ. τ. συνείργνυμι και αχρ. τ. συνείργω Α 1. περικλείω, συγκλείω («ὅσον συνεέργαθον ἄκραι», Ομ. Ιλ.) 2. περιστέλλω, περιορίζω («συνέργει τὸ πλῆθος τῆς σαρκός») 3. συνάπτω, συνδέω 4. ζώνω («ζωστῆρι... συνέεργε χιτῶνα»,… … Dictionary of Greek